- ἐπίθυμα
- ἐπίθυμαthat which is burntneut nom/voc/acc sgἐπίθυμονa parasitic plant growing on thymeneut nom/voc/acc plἐπίθυμοςdesirousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίθυμα — ἐπίθυμα, τὸ (Α) 1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο 2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»] … Dictionary of Greek
ἐπιθυμάτων — ἐπίθυμα that which is burnt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθύμασι — ἐπίθυμα that which is burnt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθύμασιν — ἐπίθυμα that which is burnt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθύματα — ἐπίθυμα that which is burnt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθύματος — ἐπίθυμα that which is burnt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek